μέσωρα

μέσωρα
μέσωρος
between the ages
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέσωρος — μέσωρος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τής παιδικής και τής ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος 2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλα τὰ καὶ τοῑς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”